20 Μαρτίου 2018

Ἀπόγνωση, ἀποθάρρυνση καὶ θάρρος

Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ

Στὴν πνευματική μας πορεία, ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι ὁ μεγαλύτερος σκόπελος. Καὶ εἶναι τόσο πολὺ σημαντικό, γιατί αὐτό, ἐὰν τὸ προσέξει ὁ ἄνθρωπος, πολλὰ κερδίζει. Ἐὰν ὅμως δὲν τὸ προσέξει, πολὺ ζημιώνεται. Ὁ σκόπελος αὐτὸς λέγεται ἀποθάρρυνση, ἀπογοήτευση καὶ βρίσκεται μέσα στὴν πρακτικὴ ὑφὴ τῆς ζωῆς μας. 

Ὅπως καὶ ἄλλες φορὲς εἴπαμε, οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ γραμμὲς βάσει τῶν ὁποίων γίνεται τὸ ξεκίνημά μας, εἶναι ἡ ὀρθὴ πίστη καὶ ἡ ἀγαθὴ προαίρεση. Ἡ πρακτικὴ ὅμως, ἡ κατ’ ἐνέργειαν, ἡ ἐνεργοποιὸς μερίδα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία τὸν ἀποδεικνύει πιστό, δηλαδὴ ἐπισφραγίζει τὴν ὁμολογία του. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν πρακτική, ὁ ἄνθρωπος εἴτε προβιβάζεται καὶ ἐπιτυγχάνει, εἴτε ὑποβιβάζεται καὶ χάνει. Τὸ σημεῖο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο εἶναι τόσο ἐπωφελὲς γιά μας, ἔγκειται σὲ τοῦτο, στὸ νὰ μὴν
χάνουμε τὸ θάρρος μας, ἀλλὰ νὰ συνεχίζουμε, παρ’ ὅλες τὶς δυσχέρειες καὶ τὶς ἐπιπλοκὲς ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὴν ἐνεργητικότητα τῆς πρακτικῆς.

Ἡ ἁμαρτία ἐπιδιώκει νὰ ἀπατήσει τὸν ἄνθρωπο, διότι ἡ φύση της, ἂν τὴν ἐρευνήσουμε, εἶναι ἀπάτη. Στὴν οὐσία δὲν ὑπάρχει κακό, ἀλλὰ τὸ νόημα εἶναι ποὺ τὸ μεταβάλλει. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς μεταβαλλόμενη διὰ τοῦ νοήματος μία πράξη γίνεται ἔνοχη, ἐὰν δὲν καλυφθεῖ ἀπὸ τὴν πρόφαση τῆς ἀπάτης, δὲν πλανᾶται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βαδίσει κανεὶς στὴν καταστροφή του καὶ στὴν ἀπώλειά του, βλέποντας τὸν προκείμενο...
κίνδυνο. Γιὰ νὰ ἀψηφᾶ τὸν κίνδυνο, πρέπει αὐτὸς νὰ συγκαλυφθεῖ μὲ κάποιο τρόπο, οὕτως ὥστε νὰ ἀπατήσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ πέσει στὴν παγίδα. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀπατηλὸς τρόπος τῆς προβολῆς τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κακοῦ, καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο συλλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος, ἐλέγχεται ὡς ἄπιστος καὶ ὅτι οἱ ὑποσχέσεις του πρὸς τὸν Θεό, ὅτι θὰ τὸν ἀγαπᾶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, εἶναι ψεύτικες.

Ἕνας μεγάλος ἰσχυρὸς παράγοντας, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ συντελεστὴς τῆς ἐπιτυχίας μας, εἶναι ἀκριβῶς τὸ νὰ κρατήσει ὁ ἄνθρωπος τὸ θάρρος του. Μοῦ δόθηκε ἀφορμὴ ἀπὸ τὴ βιογραφία τοῦ μεγάλου Πατέρα μας Νήφωνος, Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς, ὁ ὁποῖος πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς διδάξει στὸ θέμα τοῦ θάρρους. Σὲ αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη ἐπίδοση.

Καθένας ἀπὸ τοὺς μεγάλους καὶ κορυφαίους Πατέρες, ἔχει μία ἐπίδοση ἰδιαίτερη, παρ’ ὅλο ποὺ ὅλοι ἔχουν φθάσει στὸ τέρμα τῆς κατὰ ἄνθρωπον τελειότητας. Ἐν τούτοις κατὰ ἕνα ἰδιαίτερο φυσικὰ τρόπο πέτυχαν περισσότερο σὲ ἕνα τομέα, τὸν ὁποῖο καὶ ἐκφράζουν. Εἰδικὰ στὸ πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ μεγάλου φωστήρα, βρίσκεται ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ παράγοντας τοῦ θάρρους. Στὴν πραγματικότητα ἀποθάρρυνση δὲν ὑπάρχει, γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. Τὸ ἐὰν εἴμεθα πιστοί, καὶ ἰδίως ἂν ἀκολουθοῦμε αὐτὸ τὸν ἰδιαίτερο δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ -ἀνθρωπίνως – στὴν τελειότητα, δὲν εἶναι αὐτὸ τυχαῖο, οὔτε ἐξ ἰδιαιτέρας μόνο προθέσεως. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς βρεθήκαμε στὴ ζωὴ αὐτὴ καθαρὰ ἀπὸ ἕνα θαυματουργικὸ τρόπο τῆς ἐπεμβάσεως τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς μᾶς ὁδήγησε, γιατί ἀκριβῶς μᾶς εἶχε προορίσει. Ἔχοντας ἐπίγνωση ὅτι εἴμαστε προσκεκλημένοι, προορισμένοι καὶ ἤδη δικαιωμένοι, δὲν τίθεται πλέον θέμα ἀποθαρρύνσεως, δὲν τίθεται θέμα ἔρευνας καὶ ἀμφιβολίας. Τώρα γεννιέται τὸ δεύτερο θέμα, τὸ πρακτικότατο. Στὴν ὥρα ποὺ γίνεται ἡ μάχη, ἐνδέχεται ὁ ἄνθρωπος νὰ πέσει.
Ἀλάνθαστος ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει, καὶ ἰδίως ὅταν εἶναι ἀκόμα ἀτελὴς καὶ ἐμπαθής. Πολλὰ πράγματα δὲν τὰ γνωρίζει, σὲ ἄλλα δε εἶναι ἀδύνατος. Ἀλλὰ καὶ ἀπειρία ἔχει καὶ ἄνισο πόλεμο διεξάγει, διότι οἱ ἐχθροί μας εἶναι πνεύματα, δὲν εἶναι ὅπως ἐμεῖς, σώματα, τὰ ὁποῖα ὑφίστανται, κατὰ κάποιο τρόπο, διάφορες τροπὲς καὶ ἀλλοιώσεις. Ὅλα αὐτά, καὶ τὰ τόσα ἄλλα, τὰ ὁποία ἄλλες φορὲς ἑρμηνεύσαμε, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς προκαλοῦν ὀλισθήματα, ἀποτυχίες καὶ γενικὰ λάθη.

Ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος εἶναι πονηρὸς καὶ γνωρίζει τὴ σημασία τῆς ἀποθαρρύνσεως πόσο ἰσχυρὴ εἶναι, δίνει τὸ μεγαλύτερο βάρος ἐδῶ, κατὰ τὴ γνώμη τῶν Πατέρων, στὸ νὰ προκαλέσει ἀποθάρρυνση, μετὰ τὸ λάθος τοῦ ἀγωνιστῆ. Νὰ τοῦ κόψει τὸ θάρρος, γιατί τὸ θάρρος εἶναι ὅπως στὸ σῶμα τὸ κεφάλι, ποὺ εἶναι τὸ κεντρικότερο μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ ἐξαρτᾶται ὁλόκληρο τὸ σῶμα. Ἔτσι καὶ στὴν ἐνεργητικότητα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ μεγαλύτερο μέρος εἶναι ἀκριβῶς τὸ θάρρος, ὁ ζῆλος, ἡ ὁρμή, ἀπὸ ὅπου πηγάζει ἡ ἐνέργεια.
Τὸ θέμα τῆς μετανοίας καὶ τῆς πρακτικῆς πίστεως δὲν εἶναι ἀφηρημένο, εἶναι συγκεκριμένο. Πιστεύει κανεὶς καὶ βαδίζει· καὶ ὄχι μόνο βαδίζει, ἀλλὰ ἐντατικὰ ἀγωνίζεται, ἐπιμένει καὶ κτυπᾶ, περιμένοντας ὅτι θὰ τοῦ ἀνοίξουν. Ὅταν ὅμως χάσει τὸ θάρρος; Τότε σταματᾶ, δὲν βαδίζει πλέον, οὔτε κτυπᾶ, οὔτε ζητᾶ, οὔτε παρακαλεῖ καί, κατὰ κάποιο τρόπο, παραδίδεται ἄνευ ὅρων. Εἶναι πάρα πολὺ μεγάλης σημασίας τὸ θέμα τοῦ θάρρους, στὸ νὰ τὸ κρατᾶ κανεὶς καὶ νὰ τὸ ἀνακτά, ὅταν τὸ βλέπει νὰ κινδυνεύει καὶ ποτὲ νὰ μὴν τὸ προδίδει.

Ἡ ἁμαρτία ποτὲ δὲν ἐμφανίζεται ὅπως εἶναι, γυμνή, ἀφηρημένη, γιατί ἐὰν ἐμφανισθεῖ ἔτσι, δὲν ἀπατᾶ εὔκολα τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ ἁμαρτήσει. Ἔρχεται καλυμμένη ἀπὸ μία πρόφαση καὶ μὲ τὸ δόλο αὐτὸ ἀπατᾶ τὸν ἄνθρωπο.

Ξέροντάς το λοιπὸν αὐτό, ποτὲ δὲν προδίδουμε τὸ θάρρος μας ὑπὸ ὁποιανδήποτε μορφὴ καὶ ἂν γλιστρήσουμε. Ἀκόμη, νὰ πεῖ κανείς, καὶ στὴν πιὸ φανερὴ ἀφορμή, ποὺ νομίζει ὅτι εἶναι ἀπόλυτα ὑπαίτιος -ἂν ἤθελα, δὲν τὸ πάθαινα-, καὶ στὴν πιὸ προφανῆ ἀκόμα πρόφαση ποὺ ἐξ ὑπαιτιότητάς του ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει, δὲν πρέπει νὰ χάνει τὸ θάρρος του, δηλαδὴ καὶ ἐκεῖ ποὺ ἁμαρτάνει ἀπὸ δική του ἀπροσεξία. Στὴ βιογραφία αὐτοῦ τοῦ μεγάλου φωστήρα, εἶναι τόσο καταφανές, ὥστε πράγματι προκαλεῖ σὲ ὅλους κατάπληξη. Στὸ πῶς, ὄχι ἁπλῶς σὲ παρεμπίπτουσες καὶ λανθάνουσες καταστάσεις ποὺ τοῦ προκαλοῦσαν, μὲ κάποιο τρόπο, ἥττα, ἀλλὰ καὶ στὶς προφανέστερες, νὰ μὴν ὑποχωρεῖ καὶ χάνει τὸ θάρρος του. Βρίσκαμε αὐτὸν τὸν φωστήρα νὰ μεγαλουργεῖ καὶ βλέπουμε τὴν ἀνταπόκριση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, στὸ πόσο ἐναγκαλίζεται καὶ θεωρεῖ ἀθλητὴ αὐτόν, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ τραυματισμένος, δὲν παραδίδεται.

Καὶ ἔτσι πρέπει. Διότι στὴν πραγματικότητα τὸ γεγονὸς εἶναι ἕνα. Κάνει κάποιος μία ἔρευνα στὸν ἑαυτὸ του τὴν ὥρα ποὺ γλίστρησε καὶ ἔπεσε καὶ συνετρίβη· σταματᾶ μία στιγμὴ καὶ λέει: – Καλά, τώρα ἐγὼ ἀρνήθηκα τὸν Θεό; Μέσα μου ἀλλοιώθηκε κάτι καὶ ἀπεφάσισα ὅτι θὰ παύσω νὰ εἶμαι χριστιανός; Τώρα μέσα μου γεννήθηκε κάτι, ποῦ μὲ ἔπεισε ὅτι δὲν πρέπει νὰ πιστεύω στὸ Θεό, οὔτε πρέπει νὰ τὸν ἀκολουθῶ; Μὴ γένοιτο κάτι τέτοιο. Οὔτε ὡς σκέψη δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρχει μέσα μου αὐτό. Μᾶλλον καραδοκῶ καὶ ἀναμένω νὰ μὲ ἀξίωσει ἡ Χάρις Του, ἀκόμα καὶ νὰ πεθάνω. Ὄχι μόνο νὰ ἀγωνίζομαι, ἀλλά, ἐὰν δοθεῖ ἀφορμή, νὰ πεθάνω μόνο γιὰ τὴν δική Του ὁμολογία. Αὐτὸ δὲν ἀλλοιώθηκε μέσα μου ποτέ, δὲν ἄλλαξε· πῶς λοιπὸν τώρα, ἐπειδὴ γλίστρησα, ἀποθαρρύνομαι καὶ προδίδω τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Ἀπάτη εἶναι. Ἦταν μεγάλο τὸ τραῦμα, ἦταν μεγάλο τὸ γλίστρημα. Μέσα στὰ μυστήρια τοῦ τρόπου τῆς ἐνεργείας τῆς Χάριτος ἔγινε, κατὰ κάποιο τρόπο, αὐτὸς ὁ πρακτικὸς τρόπος, ποὺ αὐτὴ τὴν ὥρα δὲν ἐρευνῶ. Φυσικὰ λαμβάνοντας τὴ μομφὴ ἐπάνω μου, καὶ ξέροντας ὅτι ἐξ ὑπαιτιότητάς μου ἀποσύρθηκε ἡ Χάρις, ποὺ μὲ παιδαγωγεῖ στὸ νὰ μὲ κάνει συνετότερο, εὐλαβέστερο, θερμότερο καὶ προσεκτικότερο. Μὲ παρέδωσε ἡ Θεία Χάρις σὲ αὐτὴ τὴν πτώση – δὲν ἀποθαρρύνομαι γι’ αὐτὸ τὸ πράγμα – δὲν τρομάζω, διότι ἂν καὶ ξέρω τὴν εὐτέλειά μου καὶ ἐλεεινολογῶ τὸν ἑαυτό μου ὅτι δὲν εἶμαι τίποτε, πιστεύω ὅτι ἐκεῖνο ποὺ μὲ κρατεῖ εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι δὲν χάνω τὸ θάρρος μου. Ὄχι ὅτι αἰσθάνομαι στὸν ἑαυτό μου καμμιὰ ἱκανότητα – ποτὲ αὐτὸ δὲν τὸ σκέφθηκα οὔτε καὶ θὰ τὸ σκεφθῶ – ἀλλὰ ἔχοντας ἀποδείξεις τῆς ἐλεημοσύνης τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί μου μέχρι σήμερα, στέκομαι ἀκίνητος καὶ λέω ὅτι ὁ χθὲς Θεὸς καὶ σήμερα καὶ αὔριο εἶναι ὁ ἴδιος. Δὲν ἔκανε λάθος ὁ Θεός, ὅταν μὲ κάλεσε ὄχι βέβαια γιὰ τὴν ἱκανότητά μου, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης Του σ’ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ὁρκίσθηκε στὸν ἑαυτό Του ὅτι «δὲν θέλω τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ μέχρι νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ ζήσει» (Ἰεζεκ. 18,23). Αὐτὸς ὁ Πανάγαθος Θεὸς καὶ Πατέρας, κάλεσε καὶ μένα, τὸν ἀνύπαρκτο, τὸ ἀσθενές, τὸ μωρό, τὸ ἐξουθενημένο καὶ μὲ βαστάζει ἀπὸ τότε ποὺ μὲ κάλεσε μέχρι σήμερα, χωρὶς νὰ ἔχει βαρεθεῖ, καὶ αὔριο ὁ ἴδιος εἶναι, καὶ μεθαύριο ὁ ἴδιος εἶναι, ἀφοῦ μένω καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος. Μένω πιστὸς στὴν ὁμολογία μου. Δὲν πρόκειται νὰ ὑποχωρήσω. Δὲν μὲ ἀπασχολεῖ τὸ πῶς ἐγλίστρησα, ἄλλωστε ἔχω καὶ πείρα τῆς εὐτέλειάς μου ποῖος εἶμαι». Βλέπετε λογικὰ πῶς τοποθετεῖται τὸ πράγμα;

Ἄρα λοιπὸν ὁ Ἅγιος αὐτός, ὁ ὁποῖος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀγωνίστηκε, δὲν εἶναι γιατί ἦταν ἐξαίρεση. Ἀκριβῶς τὴν θέση τῶν πραγμάτων τόνισε. Ὅτι ποτὲ κανεὶς δὲν πρέπει νὰ ἀποθαρρύνεται, γιατί ἡ ἀποθάρρυνση, ὅπως εἶπα, εἶναι ἡ μεγαλύτερη χαρὰ τοῦ σατανᾶ, διότι βλέποντας αὐτὸς τὴν ἀποθάρρυνση ἀποκτᾶ προσωπικότητα, ἐνῶ δὲν ἔχει οὔτε θέση, οὔτε τόπο, οὔτε προσωπικότητα. Ὡς ὀντότητα ὑπάρχει, δὲν ἐννοῶ αὐτὴ τὴν προσωπικότητα. Προσωπικότητα ἐννοῶ, ὅτι δὲν ἔχει θέση, δὲν ἔχει μέτρο νὰ σταθεῖ ἀπέναντί μας. Ναί, διότι «ἔρχεται ὁ κυρίαρχος αὐτοῦ του κόσμου, ποὺ δὲν ἔχει πάνω μας καμιὰ ἐξουσία» (Ἰωάν. 14,30) καὶ «ἔφθασε ἡ ὥρα ποὺ ὁ ἄρχοντας αὐτοῦ τοῦ κόσμου θὰ διωχθεῖ ἔξω ἀπ’ αὐτὸν» (Ἰωάν. 12,31). Ὅταν ὅμως βλέπει τὸν ἄνθρωπο ὅτι ἀποθαρρύνεται καὶ ὑποχωρεῖ, τότε αὐτὸς παίρνει θέση. Τότε ἀρχίζει νὰ πιστεύει ὅτι ὄντως τὸν ὑπολόγισε ὁ ἄνθρωπος, τὸν φοβήθηκε καὶ παρέδωσε τὰ ὄπλα του. Αὐτὸ εἶναι ψέμμα. Βλέπετε πόση μεγάλη σημασία ἔχει;

Πάντως ὅμως τὸ γεγονὸς εἶναι ἕνα. Ὅτι τὸ θέμα τῆς ἀποθαρρύνσεως ἔχει πάρα πολὺ μεγάλη βαρύτητα, ἰδιαίτερα γιὰ μᾶς τοὺς μοναχούς. Ἐπειδὴ ἐμεῖς ἔχοντας περισσότερη εὐχέρεια καὶ πολεμώντας λεπτομερέστερα, ἀκριβῶς βρισκόμαστε σὲ αὐτὰ τὰ περιθώρια, στὸ νὰ ἐλέγχουμε ἀκόμα καὶ τὶς σκέψεις καὶ τὰ νοήματα ἀπὸ τὰ ὁποία προέρχονται οἱ διάφορες ἐνέργειες· καὶ ἐπειδὴ βρισκόμαστε συνεχῶς στὴ γραμμὴ τοῦ πυρός, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ κάνουμε αὐτὲς τὶς ἀνασκοπήσεις καὶ ἔρευνες γιὰ νὰ ξέρουμε ἀπὸ ποῦ ἐρχόμαστε καὶ ποὺ πηγαίνουμε. Ἑπομένως χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιατί οἱ τρόποι τῆς ἀποθαρρύνσεως εἶναι πάρα πολλοὶ καὶ ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸ θάρρος του, χάνει τὸ ζῆλο του καὶ μειώνει τὴν μαχητικότητά του. Τὸ ὅτι σκυθρωπάζει καὶ ἀλλοιώνεται, ὅλα αὐτὰ εἶναι εἶδος ἀποθαρρύνσεως, εἶναι εἶδος ἠττοπάθειας. Ὅλα αὐτὰ ὁ σατανᾶς τὰ ἐκμεταλλεύεται. Κανένα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν πρέπει νὰ ἔχει θέση. Δὲν συμβαίνει ἀπολύτως τίποτε. Στὴ γραμμὴ τοῦ πυρός, ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει συνεχὴς μάχη, δὲν εἶναι παράδοξο νὰ ὑπάρχουν πληγές.
Ὅπως μᾶς παρέδωσαν οἱ Πατέρες, πολλὲς φορὲς καὶ ἡ ἴδια ἀκόμη ἡ Χάρις ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο -θέλοντας νὰ τὸν διδάξει καὶ νὰ τὸν ἀνεβάσει σὲ ψηλότερα ἐπίπεδα πρακτικῆς ἐμπειρίας- τὸν ἀφήνει ἐπίτηδες νὰ κινδυνεύσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἐρεθίσει ἔτσι περισσότερο τὸν θυμὸ του ἐναντίον της. Καὶ λαμβάνοντας πληγὲς ὁ ἄνθρωπος, μαθαίνει τοὺς τρόπους ἀπὸ ποὺ συνέβησαν αὐτὰ καὶ τότε τὸν μὲν Θεὸ ἀγαπᾶ γνησίως, διότι βλέπει τὴν στοργή Του, τὸν δὲ διάβολο βδελύσσεται ἀξίως, βλέποντας τὴν κακότητά του καὶ τὴν πονηριά του καὶ τὸ ἀδίστακτό του στὸ νὰ μᾶς καταστρέψει.
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο κατέχουμε καὶ εἶναι γιὰ μᾶς ἄγκυρα ὅλης τῆς ἐλπίδας, ἀναμφισβήτητης καὶ χειροπιαστῆς, εἶναι ὅτι παραμένει μαζί μας ἡ Θεία Χάρις. Ὁ καθένας μας ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς εὐσέβειάς μας, ἀπὸ τότε δηλαδὴ ποὺ εἰσήλθαμε ἑκουσίως μέσα στοὺς ὅρους τῆς μετανοίας μέχρι σήμερα, ποτὲ δὲν μπορέσαμε, καμία ἡμέρα, νὰ φυλάξουμε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅμως δὲν ἀπομακρύνθηκε! Παραμένει μαζί μας, μᾶς δικαιώνει ἀπὸ τὴν ἀγαθότητά Του καὶ μόνο. Τὰ ἀμεταμέλητα χαρίσματα τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς εἶναι χειροπιαστά, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Δὲν δικαιώνω τὴν ἁμαρτωλότητα, οὔτε συνιστῶ τὴ ραθυμία. Αὐτὰ εἶναι προδοσία. Τέτοιο πράγμα δὲν ὑπάρχει μέσα στὴν προαίρεση τῶν χριστιανῶν καὶ ὀ,τιδήποτε καὶ ἂν συμβαίνει εἶναι ἐξ αἰτίας τῆς ἀτέλειάς τους.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται στὸ γίγνεσθαι, εἶναι ἀτελής. Βαδίζει πρὸς τὴν τελειότητα ζητώντας περισσότερη ἐπίδραση τῆς Χάριτος καὶ μόνιμη ἐνοίκηση μέσα του. Τὴν ἀποκτᾶ σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἀγωνιζόμενος κατὰ τῶν παθῶν του, οὕτως ὥστε νὰ τὰ ἀποβάλει, γιὰ νὰ βρεῖ περισσότερη θέση μέσα του ἡ Θεία Χάρις. Μέχρι ποὺ νὰ γίνει αὐτό, ὑφίσταται ὅλες τὶς ἀλλοιώσεις καὶ τὶς τροπές.

Ἐπιμένω στὸ θέμα τῆς ἀποθαρρύνσεως, γιὰ νὰ προσεχθεῖ πάρα πολύ. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐπεσήμανε αὐτὸ τὸν τομέα καὶ τὸν ἀξιολόγησε, ἐπιτυγχάνει πάρα πολλά. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν προσέχει καὶ ἀφήνει ἀκάλυπτη τὴν πλευρὰ αὐτὴ καὶ μὲ τὸ παραμικρὸ ἀποθαρρύνεται, ὀπισθοχωρεῖ καὶ ἀφήνει τὸ ζῆλο του, ἀδικεῖται κατάφωρα, χάνει χωρὶς νὰ ὑπάρχει λόγος καὶ μπορῶ νὰ πῶ φεύγει «χωρὶς διώκοντος».
Γι’ αὐτὸ μὲ παράδειγμα τὴ βιογραφία καὶ τὴν παιδεία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατέρα, ὅλοι μας νὰ γίνουμε περισσότερο ζηλωτές, περισσότερο μαχητές. Δὲν ὑπάρχει μέσα στὴν μερίδα μᾶς ἀπογοήτευση καὶ ἀποθάρρυνση. Καὶ δὲν ὑπάρχει, γιατί ἁπλούστατα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ τὸν χαρακτήρα καὶ τὴν προσωπικότητά μας γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε ὅτι ὁμολογοῦμε τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ὅτι οὐδέποτε τὴν ἀρνούμαστε καὶ ἀκόμα ξέρουμε τὴν σύμπραξη καὶ συμπαράσταση τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς, ἡ ὁποία εἶναι ἀμετάβλητη, ἀμεταμέλητη καὶ ἀναλλοίωτη.
Δι’ εὐχῶν τοῦ Ἁγίου Πατρὸς ἠμῶν Νήφωνος καὶ τῆς Κυρίας μας Θεοτόκου εἴθε νὰ ἐπιτύχουμε αἰσίως τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας. Ἀμήν.

(Γέροντος Ἰωσήφ, Διδαχὲς ἀπὸ τὸν Ἄθωνα, Ψυχωφελῆ Βατοπαιδινά, σ. 142-150)

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου